
«Αν μείνεις γυμνή μπροστά στον καθρέφτη τα μεσάνυχτα βλέπεις, βλέπεις τον άνθρωπο να περνά στο βάθος του καθρέφτη, τον άνθρωπο
μέσα στη μοίρα σου που κυβερνά το κορμί σου…»
Γιώργος Σεφέρης «Φωτιές του Άι-Γιάννη»
---------------
«Θα κάνω τα πάντα για σένα», ακούμε πολύ συχνά να λένε τα χείλη των ερωτευμένων. Και εάν είμαστε και εμείς ερωτευμένοι, τείνουμε να το πιστέψουμε, στηρίζοντας τη ζωή μας σε αυτή την υπόσχεση. Τι σημαίνει όμως για τον καθένα η λέξη «τα πάντα»; Ο κινηματογράφος από τη σκοπιά του προσπαθεί να δώσει μερικές απαντήσεις σ’ αυτό το ερώτημα προβάλλοντας λογιών-λογιών ερωτικές ιστορίες. Ιστορίες μεγάλου έρωτα, αυταπάρνησης και αυτοθυσίας, αλλά και εγκατάλειψης, προδοσίας, ιστορίες πάθους που φτάνουν μέχρι και στο έγκλημα. Ποιος δεν θυμάται τον κακομαθημένο έρωτα της Σκάρλετ Ο’ Χάρα στο «Όσα παίρνει ο άνεμος» για τον Ρετ Μπάτλερ; Ή τη συγκλονιστική Μέριλ Στριπ στο «Πέρα από την Αφρική» που στο πρόσωπο του Ρόμπερτ Ρέντφορντ βρήκε τον συνοδοιπόρο, τον άντρα που έδωσε «για πάντα» την ψυχή του στη γυναίκα που αγάπησε. Όμως, δυστυχώς υπάρχουν και οι έρωτες σαν της Γκλεν Κλόουζ στην «Ολέθρια Σχέση», όπου η εγκατάλειψη από τον παντρεμένο Μάικλ Ντάγκλας την οδήγησε στην τρέλα και στο έγκλημα. Σ’ αυτή την περίπτωση η υπόσχεση «θα κάνω τα πάντα» μάλλον ως απειλή εκλαμβάνεται…
Η ζωγραφική βρίθει ανάλογων περιπτώσεων. Ο Πικάσο έκανε τα πάντα για τη γυναίκα που αγαπούσε μέχρι να βρει την επόμενη. Η καριέρα του Πόλοκ, ενός από τους σπουδαιότερους ζωγράφους της μοντέρνας τέχνης, σημειώνει τη σημαντικότερη καλλιτεχνική του πορεία τη στιγμή που ερωτεύεται τη Λι Κράισνερ, επίσης ζωγράφο. Μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν όχι μόνο η σύντροφος και μούσα του αλλά κυρίως ο άνθρωπος που διαχειριζόταν την καριέρα του με μεγάλη επιτυχία.
Μάνα, πατέρας, αδερφός, ατζέντης, σύμβουλος είναι κάποιοι από τους επιπλέον ρόλους που παίζουμε μπαίνοντας στο ερωτικό παιχνίδι. Οι ταυτότητές μας είναι όσες και οι ανάγκες μας που μας ωθούν να αναζητήσουμε στο σύντροφο που επιλέγουμε ένα συναισθηματικό, ψυχικό ή επαγγελματικό και οικονομικό στήριγμα, με μια κρυφή ελπίδα: Να μας προσφέρει τα πάντα.
Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι
Σήμερα πιο πολύ από ποτέ συναντάται το φαινόμενο αμφότεροι, άντρες-γυναίκες, να μην αναζητούν πια μια σχέση ζωής, να μην επενδύουν σ’ έναν άνθρωπο με προοπτική χρόνου αλλά να ζουν το σήμερα, κατά κύριο λόγο μόνοι, και με διαλείμματα, εναλλάσσοντας κατά περιόδους ερωτικούς συντρόφους. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν πάντα έτοιμες δικαιολογίες για τη μοναχική ζωή τους: «δεν έχω χρόνο, εργάζομαι πολύ σκληρά…», ή «τι να τον κάνεις για πάντα, μόνο για ένα βράδυ είναι καλός… ».
Η Λ.Θ. επισκέφθηκε έναν ψυχοθεραπευτή κοντά στα 35 της χρόνια, σε μια περίοδο που τα επαγγελματικά της σχέδια φάνταζαν δυσοίωνα. Ήταν μια περίοδος έντονου άγχους, και μειωμένων χρηματικών απολαβών. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο θεραπευτής έστρεψε σύντομα τη ματιά του στην προσωπική της ζωή, η οποία ήταν αρκετά άστατη, καθώς σχετιζόταν με την επαγγελματική. Η ίδια, όμως, δεν κατανοούσε τη σύνδεση αυτών των δύο πλευρών της ζωής της, αντιθέτως υπερηφανευόταν ότι σε αυτό τον τομέα τα είχε καταφέρει καλά - «Α, γιατρέ, εδώ τα έχω ρυθμίσει», συνήθιζε να λέει. Αυτό σήμαινε ότι αποσυρόταν συνειδητά από οποιαδήποτε σχέση υπερβολικής οικειότητας και συναισθηματικής επένδυσης. Ήταν μια καθαρά αμυντική στάση. Κάθε φορά που γνώριζε έναν άνδρα, το ενδιαφέρον της στρεφόταν στη σεξουαλική απόλαυση που θα της πρόσφερε, και τον κρατούσε στη ζωή της μόνο όσο κρατούσε και το φλερτ τους, όσο την ανέβαζε και την έκανε να αισθάνεται «καινούρια». «Το διεκδικητικό βλέμμα ενός άνδρα που μόλις γνωρίζω είναι αντάξιο της αγοράς των πιο πανάκριβων παπουτσιών» ήταν το άλλοθι που χρησιμοποιούσε για την καταναλωτική της μανία τον καιρό που το βλέμμα των αντρών δεν σταματούσε πάνω της. Και τι γινόταν όταν αυτή η σχέση διαρκούσε λίγο καιρό παραπάνω; «Αισθάνομαι ξενερωμένη, σαν να τρώω ξαναζεσταμένο φαγητό. Χορταίνω το σεξ και έπειτα αρχίζω να τον βαριέμαι, τι να μου πει παραπάνω. Εξάλλου η συμβίωση δεν μ’ αφορά, οπότε τι προοπτικές έχουμε μεταξύ μας» ήταν τα λόγια που επαναλαμβάνονταν πανομοιότυπα. Έδειχνε τουλάχιστον σίγουρη για τις απόψεις της και συμφιλιωμένη με τη μοναξιά της. Η θεραπεία της διήρκεσε πολλά χρόνια, αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Λ. να γλυκάνει ως άνθρωπος, να εγκαταλείψει την οχυρωμένη της άμυνα. Αποδέχθηκε τους φόβους της και την επιθετικότητα με την οποία ανατράφηκε. Είχε μεγαλώσει μόνο με τον πατέρα της και τον άκουγε πολύ συχνά να μιλάει στους φίλους του με ωμότητα για τις γυναίκες. Έτσι ασυνείδητα πίστευε ότι η συμβιωτική σχέση είναι προβληματική, αλλοιώνει τη γοητεία των ανθρώπων. Όμως η Λ. δεν άλλαξε ριζικά ως προς αυτό. Δεν ήταν, άλλωστε, το αίτημά της τέτοιο. Κέρδισε, όμως, σοφία και ωριμότητα από την αποτίμηση του παρελθόντος της, έγινε πιο γενναιόδωρη σ’ όλες τις κοινωνικές και επαγγελματικές συναλλαγές της, αλλά συνέχισε να ζει μόνη της. Για μερικά χρόνια ακόμα θα παρέμενε αντικείμενο θαυμασμού για πολλούς άνδρες - ήταν μια πολύ εμφανίσιμη γυναίκα. Για τα υπόλοιπα, θα υπάρχουν πάντα τα καταστήματα υποδημάτων…
Δάσκαλε που δίδασκες…
Είναι πολύ συχνό σε επαγγέλματα που απαιτούν μεγάλη αφοσίωση και υπερβολική υπευθυνότητα οι άνθρωποι να αναζητούν ομοίους τους για να συνάπτουν σχέσεις, με γνώμονα όχι τόσο την ομορφιά ή το κοινωνικό status όσο τη γνώση. Αυτή είναι η περίπτωση της Γ.Μ.
Η Γ.Μ. είναι ένα κορίτσι που θα ήθελε κάθε γονιός να έχει. Επιμελής, σοβαρή και υπερβολικά οργανωτική. Πέρασε στο Πολυτεχνείο της Αθήνας και η φοιτητική της πορεία διαγραφόταν λαμπρή. Οι γονείς της όμως ανησυχούσαν διότι εκείνη ενδιαφερόταν τόσο πολύ για την έρευνα και τις σπουδές της ώστε ο έρωτας την απασχολούσε μόνο σε θεωρητικό επίπεδο. Κάποια στιγμή και ενώ η ίδια πλησίαζε τα τριάντα και ήταν υποψήφια διδάκτορας η μητέρα της αναζήτησε τη συμβουλή ενός ειδικού. Ο συμβουλευτικός ψυχολόγος, όμως, ζήτησε να δει και την κόρη της. Μετά από πέντε συνεδρίες η Γ.Μ. του είπε ότι όντως την ενδιαφέρει πολύ η επιστήμη της, αλλά δεν είναι αλήθεια ότι δεν την ενδιαφέρουν οι άντρες. «Οι γονείς σου όμως ανησυχούν γιατί δεν ξέρουν τίποτα για την προσωπική σου ζωή. Το θεωρείς φυσιολογικό αυτό;», τη ρώτησε. Η απάντηση που έλαβε από τη νεαρή γυναίκα ήταν αποστομωτική. Του αποκάλυψε ότι μετράει ήδη πέντε χρόνια σχέσης με τον επιβλέποντα καθηγητή του διδακτορικού της και ότι απλώς της ήταν πολύ δύσκολο να το πει στους γονείς της. Ήταν σίγουρη ότι θα το παρεξηγούσαν.
Είναι γεγονός ότι πολλοί θα έσπευδαν να κατηγορήσουν τον καθηγητή ότι χρησιμοποίησε τη γοητεία της έδρας για να κατακτήσει τη νεαρή φοιτήτρια. Αν όμως ξεφύγουμε από την ηθικίστικη αντίδραση της κοινωνίας -η οποία πολύ συχνά παρερμηνεύει τις διαστάσεις των πραγμάτων- τότε θα καταλάβουμε ότι τα κοινά ενδιαφέροντα μπορεί να είναι σημείο επαφής για τους ανθρώπους και ότι για κάποιους η ερωτική ανάγκη είναι ταυτισμένη με τη γνώση, την εξουσία, το κύρος, τη θέση, ή την προσωπική εξέλιξη. Και στην περίπτωση της Γ., που είναι παντρεμένη σήμερα με τον καθηγητή της, η αναζήτηση της επιστήμης και το βέλος του έρωτα απλώς συνέπεσαν.
Το υποκατάστατο
Ο Κ. είναι ένας άνδρας γύρω στα 30. Η μητέρα του πέθανε στη γέννα και ο ίδιος μεγάλωσε με τον πατέρα και τη γιαγιά του. Στην εφηβεία του υπήρξε ανήλικος παραβατικός (μικροκλοπές, καταστροφή δημόσιας περιουσίας και συνελήφθη με μικροποσότητες χασίς) και πρόσφερε για κάποιο διάστημα κοινωνική εργασία στο πλαίσιο της ομαλής επανένταξής του στην κοινωνία. Πέρασε μεγάλες περιόδους μοναξιάς στη ζωή του. Ωστόσο, σήμερα είναι ασφαλιστής στο επάγγελμα, εργάζεται πολύ, κερδίζει ένα ικανοποιητικό εισόδημα που του δίνει τη δυνατότητα να συντηρεί τον εαυτό του και τη γυναίκα με την οποία συζεί. Η συμβία του είναι 45 ετών, και έχει ένα παιδί περίπου στα 15 από άλλο γάμο. Ζουν όλοι μαζί. Μαθαίνουμε για τον Κ. από δικές της πληροφορίες. Κάποια στιγμή επισκέφθηκε έναν ψυχοθεραπευτή επειδή αισθανόταν ότι παραμελούσε το παιδί της. «Αισθάνομαι ότι έχω δύο παιδιά» είπε κάποτε, «και ειλικρινά δεν ξέρω ποιο με έχει πιο πολύ ανάγκη. Θέλω, όμως, να είμαι δίπλα στο σύντροφό μου, διότι ξέρω πόσο του έχει λείψει η μάνα».
Ο Κ. συντηρούσε τη σύντροφό του και το παιδί της και ήταν απόλυτα συνεπής ως προς αυτό. Ήταν όμως τόσο εμφανείς οι ανάγκες του για τρυφερότητα, για αγάπη, για προστασία, ανάγκες που θα έπρεπε να έχουν καλυφθεί από μια μητέρα και όχι από μια ερωτευμένη γυναίκα. Ενώ υπήρχαν στιγμές που ήταν σκληρός και απότομος -ήταν από μικρός στους δρόμους- την ίδια στιγμή γινόταν αδύναμος και αναζητούσε απελπισμένα θαλπωρή, ζεστασιά, ασφάλεια, στην ουσία τη μητρική αγκαλιά που τόσο στερήθηκε. Η συγκεκριμένη σχέση δεν ευοδώθηκε, εκείνη κουράστηκε, είχε ένα παιδί άλλωστε να φροντίσει. Τώρα είναι μόνος αλλά πάλι ασυνείδητα με έναν παρόμοιο τύπο γυναίκας θα εμπλακεί, με ανάλογα αποτελέσματα. Η συμβιωτική σχέση μοιάζει πολύ με την πρώτη σχέση της ζωής μας, τη σχέση με τη μητέρα μας. Αν οι ελλείψεις αυτής της πρώτης σχέσης είναι σημαντικές τότε και οι ανάγκες που καλείται να καλύψει ένας σύντροφος είναι μεγάλες και δύσκολα αντιμετωπίζονται. Αν ο Κ. δεν συνειδητοποιήσει πόσο του έλειψε η μητέρα του και δεν το αντιμετωπίσει υπεύθυνα, τότε όλες οι ερωτικές του σχέσεις θα συνάπτονται με αυτό το αίτημα, δοκιμάζοντας τις αντοχές της νέας του συντρόφου.
Οι παραπάνω περιπτώσεις δεν είναι ακραίες, ακόμα και αν φαίνονται τέτοιες. Αντιθέτως, είναι καθημερινές και συνηθισμένες. Σε όλες τις ερωτικές σχέσεις το αίτημα του εμπλεκόμενου δεν είναι μονοσήμαντο. Είναι πλείστες οι περιπτώσεις που μαζί με τον έρωτα αναζητάμε την κάλυψη των μεγάλων συναισθηματικών μας κενών: έναν σύμβουλο για την καριέρα μας, μια «γκουβερνάντα»-σύντροφο, ή την οικονομική ασφάλεια που μας λείπει. Όλα είναι θεμιτά, εξάλλου είναι παλιό το απόφθεγμα ότι «στον έρωτα και στον πόλεμο όλα επιτρέπονται». Αρκεί ο έρωτας, με όλες τις διακυμάνσεις του, να παραμένει έρωτας και να μη μετατρέπεται σε πόλεμο.
μέσα στη μοίρα σου που κυβερνά το κορμί σου…»
Γιώργος Σεφέρης «Φωτιές του Άι-Γιάννη»
---------------
«Θα κάνω τα πάντα για σένα», ακούμε πολύ συχνά να λένε τα χείλη των ερωτευμένων. Και εάν είμαστε και εμείς ερωτευμένοι, τείνουμε να το πιστέψουμε, στηρίζοντας τη ζωή μας σε αυτή την υπόσχεση. Τι σημαίνει όμως για τον καθένα η λέξη «τα πάντα»; Ο κινηματογράφος από τη σκοπιά του προσπαθεί να δώσει μερικές απαντήσεις σ’ αυτό το ερώτημα προβάλλοντας λογιών-λογιών ερωτικές ιστορίες. Ιστορίες μεγάλου έρωτα, αυταπάρνησης και αυτοθυσίας, αλλά και εγκατάλειψης, προδοσίας, ιστορίες πάθους που φτάνουν μέχρι και στο έγκλημα. Ποιος δεν θυμάται τον κακομαθημένο έρωτα της Σκάρλετ Ο’ Χάρα στο «Όσα παίρνει ο άνεμος» για τον Ρετ Μπάτλερ; Ή τη συγκλονιστική Μέριλ Στριπ στο «Πέρα από την Αφρική» που στο πρόσωπο του Ρόμπερτ Ρέντφορντ βρήκε τον συνοδοιπόρο, τον άντρα που έδωσε «για πάντα» την ψυχή του στη γυναίκα που αγάπησε. Όμως, δυστυχώς υπάρχουν και οι έρωτες σαν της Γκλεν Κλόουζ στην «Ολέθρια Σχέση», όπου η εγκατάλειψη από τον παντρεμένο Μάικλ Ντάγκλας την οδήγησε στην τρέλα και στο έγκλημα. Σ’ αυτή την περίπτωση η υπόσχεση «θα κάνω τα πάντα» μάλλον ως απειλή εκλαμβάνεται…
Η ζωγραφική βρίθει ανάλογων περιπτώσεων. Ο Πικάσο έκανε τα πάντα για τη γυναίκα που αγαπούσε μέχρι να βρει την επόμενη. Η καριέρα του Πόλοκ, ενός από τους σπουδαιότερους ζωγράφους της μοντέρνας τέχνης, σημειώνει τη σημαντικότερη καλλιτεχνική του πορεία τη στιγμή που ερωτεύεται τη Λι Κράισνερ, επίσης ζωγράφο. Μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν όχι μόνο η σύντροφος και μούσα του αλλά κυρίως ο άνθρωπος που διαχειριζόταν την καριέρα του με μεγάλη επιτυχία.
Μάνα, πατέρας, αδερφός, ατζέντης, σύμβουλος είναι κάποιοι από τους επιπλέον ρόλους που παίζουμε μπαίνοντας στο ερωτικό παιχνίδι. Οι ταυτότητές μας είναι όσες και οι ανάγκες μας που μας ωθούν να αναζητήσουμε στο σύντροφο που επιλέγουμε ένα συναισθηματικό, ψυχικό ή επαγγελματικό και οικονομικό στήριγμα, με μια κρυφή ελπίδα: Να μας προσφέρει τα πάντα.
Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι
Σήμερα πιο πολύ από ποτέ συναντάται το φαινόμενο αμφότεροι, άντρες-γυναίκες, να μην αναζητούν πια μια σχέση ζωής, να μην επενδύουν σ’ έναν άνθρωπο με προοπτική χρόνου αλλά να ζουν το σήμερα, κατά κύριο λόγο μόνοι, και με διαλείμματα, εναλλάσσοντας κατά περιόδους ερωτικούς συντρόφους. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν πάντα έτοιμες δικαιολογίες για τη μοναχική ζωή τους: «δεν έχω χρόνο, εργάζομαι πολύ σκληρά…», ή «τι να τον κάνεις για πάντα, μόνο για ένα βράδυ είναι καλός… ».
Η Λ.Θ. επισκέφθηκε έναν ψυχοθεραπευτή κοντά στα 35 της χρόνια, σε μια περίοδο που τα επαγγελματικά της σχέδια φάνταζαν δυσοίωνα. Ήταν μια περίοδος έντονου άγχους, και μειωμένων χρηματικών απολαβών. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο θεραπευτής έστρεψε σύντομα τη ματιά του στην προσωπική της ζωή, η οποία ήταν αρκετά άστατη, καθώς σχετιζόταν με την επαγγελματική. Η ίδια, όμως, δεν κατανοούσε τη σύνδεση αυτών των δύο πλευρών της ζωής της, αντιθέτως υπερηφανευόταν ότι σε αυτό τον τομέα τα είχε καταφέρει καλά - «Α, γιατρέ, εδώ τα έχω ρυθμίσει», συνήθιζε να λέει. Αυτό σήμαινε ότι αποσυρόταν συνειδητά από οποιαδήποτε σχέση υπερβολικής οικειότητας και συναισθηματικής επένδυσης. Ήταν μια καθαρά αμυντική στάση. Κάθε φορά που γνώριζε έναν άνδρα, το ενδιαφέρον της στρεφόταν στη σεξουαλική απόλαυση που θα της πρόσφερε, και τον κρατούσε στη ζωή της μόνο όσο κρατούσε και το φλερτ τους, όσο την ανέβαζε και την έκανε να αισθάνεται «καινούρια». «Το διεκδικητικό βλέμμα ενός άνδρα που μόλις γνωρίζω είναι αντάξιο της αγοράς των πιο πανάκριβων παπουτσιών» ήταν το άλλοθι που χρησιμοποιούσε για την καταναλωτική της μανία τον καιρό που το βλέμμα των αντρών δεν σταματούσε πάνω της. Και τι γινόταν όταν αυτή η σχέση διαρκούσε λίγο καιρό παραπάνω; «Αισθάνομαι ξενερωμένη, σαν να τρώω ξαναζεσταμένο φαγητό. Χορταίνω το σεξ και έπειτα αρχίζω να τον βαριέμαι, τι να μου πει παραπάνω. Εξάλλου η συμβίωση δεν μ’ αφορά, οπότε τι προοπτικές έχουμε μεταξύ μας» ήταν τα λόγια που επαναλαμβάνονταν πανομοιότυπα. Έδειχνε τουλάχιστον σίγουρη για τις απόψεις της και συμφιλιωμένη με τη μοναξιά της. Η θεραπεία της διήρκεσε πολλά χρόνια, αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Λ. να γλυκάνει ως άνθρωπος, να εγκαταλείψει την οχυρωμένη της άμυνα. Αποδέχθηκε τους φόβους της και την επιθετικότητα με την οποία ανατράφηκε. Είχε μεγαλώσει μόνο με τον πατέρα της και τον άκουγε πολύ συχνά να μιλάει στους φίλους του με ωμότητα για τις γυναίκες. Έτσι ασυνείδητα πίστευε ότι η συμβιωτική σχέση είναι προβληματική, αλλοιώνει τη γοητεία των ανθρώπων. Όμως η Λ. δεν άλλαξε ριζικά ως προς αυτό. Δεν ήταν, άλλωστε, το αίτημά της τέτοιο. Κέρδισε, όμως, σοφία και ωριμότητα από την αποτίμηση του παρελθόντος της, έγινε πιο γενναιόδωρη σ’ όλες τις κοινωνικές και επαγγελματικές συναλλαγές της, αλλά συνέχισε να ζει μόνη της. Για μερικά χρόνια ακόμα θα παρέμενε αντικείμενο θαυμασμού για πολλούς άνδρες - ήταν μια πολύ εμφανίσιμη γυναίκα. Για τα υπόλοιπα, θα υπάρχουν πάντα τα καταστήματα υποδημάτων…
Δάσκαλε που δίδασκες…
Είναι πολύ συχνό σε επαγγέλματα που απαιτούν μεγάλη αφοσίωση και υπερβολική υπευθυνότητα οι άνθρωποι να αναζητούν ομοίους τους για να συνάπτουν σχέσεις, με γνώμονα όχι τόσο την ομορφιά ή το κοινωνικό status όσο τη γνώση. Αυτή είναι η περίπτωση της Γ.Μ.
Η Γ.Μ. είναι ένα κορίτσι που θα ήθελε κάθε γονιός να έχει. Επιμελής, σοβαρή και υπερβολικά οργανωτική. Πέρασε στο Πολυτεχνείο της Αθήνας και η φοιτητική της πορεία διαγραφόταν λαμπρή. Οι γονείς της όμως ανησυχούσαν διότι εκείνη ενδιαφερόταν τόσο πολύ για την έρευνα και τις σπουδές της ώστε ο έρωτας την απασχολούσε μόνο σε θεωρητικό επίπεδο. Κάποια στιγμή και ενώ η ίδια πλησίαζε τα τριάντα και ήταν υποψήφια διδάκτορας η μητέρα της αναζήτησε τη συμβουλή ενός ειδικού. Ο συμβουλευτικός ψυχολόγος, όμως, ζήτησε να δει και την κόρη της. Μετά από πέντε συνεδρίες η Γ.Μ. του είπε ότι όντως την ενδιαφέρει πολύ η επιστήμη της, αλλά δεν είναι αλήθεια ότι δεν την ενδιαφέρουν οι άντρες. «Οι γονείς σου όμως ανησυχούν γιατί δεν ξέρουν τίποτα για την προσωπική σου ζωή. Το θεωρείς φυσιολογικό αυτό;», τη ρώτησε. Η απάντηση που έλαβε από τη νεαρή γυναίκα ήταν αποστομωτική. Του αποκάλυψε ότι μετράει ήδη πέντε χρόνια σχέσης με τον επιβλέποντα καθηγητή του διδακτορικού της και ότι απλώς της ήταν πολύ δύσκολο να το πει στους γονείς της. Ήταν σίγουρη ότι θα το παρεξηγούσαν.
Είναι γεγονός ότι πολλοί θα έσπευδαν να κατηγορήσουν τον καθηγητή ότι χρησιμοποίησε τη γοητεία της έδρας για να κατακτήσει τη νεαρή φοιτήτρια. Αν όμως ξεφύγουμε από την ηθικίστικη αντίδραση της κοινωνίας -η οποία πολύ συχνά παρερμηνεύει τις διαστάσεις των πραγμάτων- τότε θα καταλάβουμε ότι τα κοινά ενδιαφέροντα μπορεί να είναι σημείο επαφής για τους ανθρώπους και ότι για κάποιους η ερωτική ανάγκη είναι ταυτισμένη με τη γνώση, την εξουσία, το κύρος, τη θέση, ή την προσωπική εξέλιξη. Και στην περίπτωση της Γ., που είναι παντρεμένη σήμερα με τον καθηγητή της, η αναζήτηση της επιστήμης και το βέλος του έρωτα απλώς συνέπεσαν.
Το υποκατάστατο
Ο Κ. είναι ένας άνδρας γύρω στα 30. Η μητέρα του πέθανε στη γέννα και ο ίδιος μεγάλωσε με τον πατέρα και τη γιαγιά του. Στην εφηβεία του υπήρξε ανήλικος παραβατικός (μικροκλοπές, καταστροφή δημόσιας περιουσίας και συνελήφθη με μικροποσότητες χασίς) και πρόσφερε για κάποιο διάστημα κοινωνική εργασία στο πλαίσιο της ομαλής επανένταξής του στην κοινωνία. Πέρασε μεγάλες περιόδους μοναξιάς στη ζωή του. Ωστόσο, σήμερα είναι ασφαλιστής στο επάγγελμα, εργάζεται πολύ, κερδίζει ένα ικανοποιητικό εισόδημα που του δίνει τη δυνατότητα να συντηρεί τον εαυτό του και τη γυναίκα με την οποία συζεί. Η συμβία του είναι 45 ετών, και έχει ένα παιδί περίπου στα 15 από άλλο γάμο. Ζουν όλοι μαζί. Μαθαίνουμε για τον Κ. από δικές της πληροφορίες. Κάποια στιγμή επισκέφθηκε έναν ψυχοθεραπευτή επειδή αισθανόταν ότι παραμελούσε το παιδί της. «Αισθάνομαι ότι έχω δύο παιδιά» είπε κάποτε, «και ειλικρινά δεν ξέρω ποιο με έχει πιο πολύ ανάγκη. Θέλω, όμως, να είμαι δίπλα στο σύντροφό μου, διότι ξέρω πόσο του έχει λείψει η μάνα».
Ο Κ. συντηρούσε τη σύντροφό του και το παιδί της και ήταν απόλυτα συνεπής ως προς αυτό. Ήταν όμως τόσο εμφανείς οι ανάγκες του για τρυφερότητα, για αγάπη, για προστασία, ανάγκες που θα έπρεπε να έχουν καλυφθεί από μια μητέρα και όχι από μια ερωτευμένη γυναίκα. Ενώ υπήρχαν στιγμές που ήταν σκληρός και απότομος -ήταν από μικρός στους δρόμους- την ίδια στιγμή γινόταν αδύναμος και αναζητούσε απελπισμένα θαλπωρή, ζεστασιά, ασφάλεια, στην ουσία τη μητρική αγκαλιά που τόσο στερήθηκε. Η συγκεκριμένη σχέση δεν ευοδώθηκε, εκείνη κουράστηκε, είχε ένα παιδί άλλωστε να φροντίσει. Τώρα είναι μόνος αλλά πάλι ασυνείδητα με έναν παρόμοιο τύπο γυναίκας θα εμπλακεί, με ανάλογα αποτελέσματα. Η συμβιωτική σχέση μοιάζει πολύ με την πρώτη σχέση της ζωής μας, τη σχέση με τη μητέρα μας. Αν οι ελλείψεις αυτής της πρώτης σχέσης είναι σημαντικές τότε και οι ανάγκες που καλείται να καλύψει ένας σύντροφος είναι μεγάλες και δύσκολα αντιμετωπίζονται. Αν ο Κ. δεν συνειδητοποιήσει πόσο του έλειψε η μητέρα του και δεν το αντιμετωπίσει υπεύθυνα, τότε όλες οι ερωτικές του σχέσεις θα συνάπτονται με αυτό το αίτημα, δοκιμάζοντας τις αντοχές της νέας του συντρόφου.
Οι παραπάνω περιπτώσεις δεν είναι ακραίες, ακόμα και αν φαίνονται τέτοιες. Αντιθέτως, είναι καθημερινές και συνηθισμένες. Σε όλες τις ερωτικές σχέσεις το αίτημα του εμπλεκόμενου δεν είναι μονοσήμαντο. Είναι πλείστες οι περιπτώσεις που μαζί με τον έρωτα αναζητάμε την κάλυψη των μεγάλων συναισθηματικών μας κενών: έναν σύμβουλο για την καριέρα μας, μια «γκουβερνάντα»-σύντροφο, ή την οικονομική ασφάλεια που μας λείπει. Όλα είναι θεμιτά, εξάλλου είναι παλιό το απόφθεγμα ότι «στον έρωτα και στον πόλεμο όλα επιτρέπονται». Αρκεί ο έρωτας, με όλες τις διακυμάνσεις του, να παραμένει έρωτας και να μη μετατρέπεται σε πόλεμο.