«Μπέρδεψα τη γλώσσα μου»: Τι κρύβεται πίσω απ’ την κεκτημένη ταχύτητα;
Ο λόγος είναι ανθρώπινο εργαλείο, είναι το μέσο για να επικοινωνήσουμε. Απ’ την αρχαιότητα ο λόγος έχει διττή σημασία: είναι η έλλογη ικανότητα αλλά και η εκπεφρασμένη ομιλία. Συνεπώς σκεφτόμαστε για να μιλήσουμε και μιλάμε υπό την επήρεια της σκέψης. Παραδόξως, όμως, δεν ελέγχουμε πάντα το τι θα πούμε. Δεν είναι λίγες οι φορές που σκέψη και έκφραση έρχονται σε ευθεία αντιπαράθεση. Κοντολογίς άλλα σκεφτόμαστε και άλλα λέμε. Και τότε αισθανόμαστε ότι ο λόγος μάς προδίδει ή ότι η κούραση μπερδεύει τη γλώσσα μας. Πιθανόν να έχει συμβεί σε κάποιους από εμάς να αποκαλούμε λανθασμένα το όνομα ενός φίλου ή γνωστού, παρ’ όλο που τον ίδιο τον γνωρίζουμε καλά. Μπορεί μάλιστα να έρθουμε και σε δύσκολη θέση αν τύχει να προφέρουμε την πιο ακατάλληλη λέξη στις πιο ακατάλληλες περιστάσεις, προκαλώντας το γέλιο στους παρευρισκόμενους. Ο λαός λέει «Μπέρδεψα τη γλώσσα μου», και εμείς ας αναρωτηθούμε «πόσο τυχαίο είναι;».
«Πίνω και μεθώ»
Ο λόγος πολλές φορές προτρέχει της σκέψης μας και εκφράζουμε κάτι που είναι λανθασμένο, άστοχο ή αποκαλυπτικό. Είναι πολλοί οι άνθρωποι που δεν κατορθώνουν πάντοτε να ελέγξουν το χειμαρρώδη λόγο τους και προβαίνουν σε αστοχίες με αποτέλεσμα να εκτίθενται και να εκθέτουν και άλλους. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια κυρία που όταν έβγαινε και έπινε λιγάκι παραπάνω ήταν ικανή να μοιραστεί με την παρέα της τις πιο μύχιες σκέψεις της ή ακόμα και τις λεπτομέρειες της ερωτικής της ζωής. Φυσικά όταν επέστρεφε στο σπίτι της και έβλεπε τα μούτρα του συζύγου της μετάνιωνε και ορκιζόταν ότι δεν θα επαναληφθεί. Ήταν κάτι που της συνέβαινε συχνά παρ’ όλο που δεν το επιθυμούσε συνειδητά. Σ’ αυτή την περίπτωση το ασυνείδητό της ενεργοποιούνταν μέσα από τη χαλάρωση της παρέας και την οινοποσία, το οποίο προφανώς υποδήλωνε τη δικιά της επιθυμία να τραβήξει για λίγο την προσοχή των φίλων της και μ’ αυτό τον τρόπο να αποκτήσει ενδιαφέρον η κατά τα άλλα συμβατική ζωή της.
«Γλώσσα λανθάνουσα…»
Ο Φρόυντ στο βιβλίο του «Ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής» ασχολείται εκτενώς με τέτοια θέματα. Τα βρίσκει διασκεδαστικά, πικάντικα και πιστεύει ότι μελετώντας τα μπορεί κανείς να ανακαλύψει ασυνείδητα κίνητρα της σκέψης και της συμπεριφοράς ενός ανθρώπου, κίνητρα τα οποία προδίδει ο λόγος εν αγνοία του ίδιου του ομιλητή. Δεν υπάρχει ασυνείδητο νόημα σε κάθε λεκτικό λάθος που εκστομίζουμε ούτε θα ήταν λογικό να «ποινικοποιήσουμε» τη γλώσσα μας και να θέσουμε κάθε έκφρασή της υπό αμφισβήτηση. Υπάρχουν όμως κάποιες περιπτώσεις που είτε λόγω της συχνής επανάληψής τους είτε λόγω της κατάφωρης αντίθεσης σκέψης και λόγου προδίδεται κάτι που αν το καλοσκεφτούμε ίσως να έχει κάποιο νόημα. Εξάλλου ο λαός, δίχως να γνωρίζει τον Φρόυντ και την ψυχανάλυση, έλεγε πάντα: «Γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει».
Ένα ανάλογο περιστατικό συνέβη σε μια συνεδρίαση μιας μεγάλης εταιρείας όταν ένας υφιστάμενος ρωτήθηκε για τη συνεργασία του με τον προϊστάμενό του, και πόσο έχει ευεργετηθεί από αυτό τον άνθρωπο. Εκείνος, όμως, αντιπαθούσε τον υποδιευθυντή και προϊστάμενό του και αισθανόταν καταπιεσμένος εξαιτίας της αυταρχικής συμπεριφοράς και των αναχρονιστικών του αντιλήψεων. Ήταν, ωστόσο, σαφές ότι σ’ ένα τέτοιο επαγγελματικό πλαίσιο μόνο καλά λόγια έπρεπε να πει. Απ’ την αγωνία του όμως να φανεί πιστευτός, ο «καλός» του προϊστάμενος –έτσι τον αποκαλούσε μπροστά σε κόσμο- έγινε πολλές φορές και εν τη ρύμη του λόγου «κάλος», που μεταφορικά υποδηλώνει την ισχυρογνωμοσύνη κάποιου, φέρνοντας σε αμηχανία τον ίδιο και τους παρευρισκόμενους. Ο προϊστάμενος φυσικά έλαβε το μήνυμα…
Στη θεραπεία
Κατά τη διάρκεια μιας ψυχαναλυτικής διαδικασίας προσέχουμε πολύ τι λέει ο αναλυόμενος, διότι ο λόγος είναι φορέας της σκέψης, των συναισθημάτων και του ασυνείδητου υλικού. Μέσω των ελεύθερων συνειρμών, όπου εκεί δίνεται η δυνατότητα στον ασθενή να αφήσει τις σκέψεις του να τον πλημμυρίσουν και να εκφραστεί ελεύθερα, παρακολουθούμε τις λέξεις που επιλέγει και δίνουμε μεγάλη σημασία στα εκφραστικά λάθη στα οποία υποπίπτει. Πολλές φορές ο μη λογοκριμένος λόγος αποκαλύπτει τη σκέψη μας και φέρνει στην επιφάνεια καλά κρυμμένα μυστικά. Αν μπορέσει τότε ο θεραπευτής να παρακολουθήσει το νήμα της σκέψης του θεραπευόμενού του και προσέξει τις παραδρομές της γλώσσας του, τότε είναι πολύ πιθανό να του εκθέσει με τα λόγια που ο ίδιος χρησιμοποίησε μιαν πραγματικότητα που προφανώς αγνοεί την ύπαρξή της ή να ξεμπερδέψει ένα καλά μπερδεμένο κουβάρι προσώπων, συμβόλων, ιστοριών και συναισθημάτων που λαμβάνουν χώρα στην ψυχή του.
Οι δίδυμες Η Κ.Γ., μια κυρία γύρω στα πενήντα, όταν αναζήτησε τη βοήθεια ενός ψυχαναλυτή ζούσε την πιο τραγική ιστορία της ζωής της. Έχασε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τη μία από τις δίδυμες κόρες της. Η Ναταλία και η Δανάη έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό, διέφεραν όμως πολύ στο χαρακτήρα. Η Ναταλία ήταν πιο δραστήρια, κοινωνική, ευχάριστη και η Δανάη ένα γλυκό, εσωστρεφές κορίτσι που αγαπούσε τα βιβλία και τη μουσική. Η μοίρα όμως τους φέρθηκε σκληρά και η Δανάη στα είκοσί της χρόνια σκοτώθηκε. Όπως ήταν επόμενο, το σπίτι βυθίστηκε στο πένθος. Η Ναταλία δεν έχανε μόνο την αδερφή της αλλά και το άλλο της μισό. Η μητέρα κατέρρευσε, βυθίστηκε στη θλίψη που με τον καιρό έγινε κατάθλιψη και κλείστηκε στον εαυτό της. Πέρασαν δυο χρόνια απ’ το τραγικό γεγονός και η Ναταλία άλλαζε, δεν έβγαινε πια όπως άλλοτε, κλεινόταν στον εαυτό της, μόλις και μετά βίας παρακολουθούσε τα μαθήματά της στο πανεπιστήμιο και άρχισε να παίρνει κιλά. Πριν απ’ το χαμό της αδερφής της ήταν μια ψηλή, όμορφη κοπέλα, με καλλίγραμμο σώμα και τώρα βρισκόταν στα όρια της παχυσαρκίας. Η μητέρα ανησυχούσε πολύ και συμβουλεύτηκε έναν διαιτολόγο για την ξαφνική βουλιμία της κόρης της. Εκτός από τη δίαιτα που της σύστησε ο διαιτολόγος, τις προέτρεψε να δουν έναν ψυχοθεραπευτή. Ξεκίνησαν και οι δύο θεραπεία αλλά η καθεμία χωριστά.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας όταν η μητέρα αναφερόταν στη ζωντανή κόρη της την αποκαλούσε με το όνομα της θανούσας. Η Ναταλία γινόταν Δανάη και η Δανάη Ναταλία. Ο ψυχοθεραπευτής της το επισήμαινε, εκείνη όμως δεν το καταλάβαινε και απλώς έλεγε «Κάποιο λάθος κάνατε, νομίζετε ότι δεν ξέρω τα παιδιά μου;». Ή κάποιες άλλες φορές εκνευρισμένη ορκιζόταν ότι ποτέ δεν μπερδεύει τα ονόματα των παιδιών της και το βρίσκει ατιμωτικό από μέρους του που το επισημαίνει συνέχεια. Ήταν τέτοια η αντίστασή της αλλά και τέτοια η σύγχυση εξαιτίας του πόνου της που η παραδρομή της γλώσσας της ήταν καθημερινό φαινόμενο και, όπως τελικά αποδείχθηκε, έκρυβε ένα μήνυμα που έπρεπε να έρθει στην επιφάνεια.
Το κουβάρι άρχισε να ξεμπερδεύει όταν ξεκίνησαν οι συνεδρίες με την κόρη. Η νεκρή αδερφή στο μυαλό της μάνας είχε πάρει τη θέση της ζωντανής. Όλα είχαν αλλάξει για τη Ναταλία, οι συνήθειές της, το κέφι της, η όρεξή της για ζωή. Σαν να μην της επιτρεπόταν πια να είναι όπως παλιά. Είχε γίνει σαν την αδερφή της, εσωστρεφής, μοναχική και πολύ μόνη. Τα ζωντανά της στοιχεία είχαν νεκρώσει και έτσι ασυνείδητα εκδικούνταν γι’ αυτό το λόγο και το σώμα της, το οποίο γέμιζε με λίπος. Αισθανόταν ότι δεν δικαιούται να ζει και να περνάει καλά αφού δεν είναι στη ζωή η αδερφή της. Στην ασυνείδητη σκέψη της πίστευε ότι με τα πολλά κιλά που απέκτησε θα ξαναγίνουν δύο κορίτσια, και μέσα από αυτήν θα βγει στο φως η αδερφή της, ή τρώγοντας και υιοθετώντας τη συμπεριφορά της θα την κρατήσει φυλαγμένη μέσα της, θα την κρατήσει στη ζωή.
Η μητέρα αναγκάστηκε να δει την πραγματικότητα και να δεχτεί ότι μπέρδευε τα ονόματα και τις υπάρξεις των κοριτσιών της αφού πρώτα άκουσε κάποιες μαγνητοφωνημένες συνεδρίες.
Η Λύση
Η Κ.Γ. όταν πέθανε το ένα της παιδί και επειδή δεν ήθελε (-εύλογα-) να το αποδεχθεί έφτιαξε ασυνείδητα ένα ψεύτικο σύστημα. Συνέχισε να πιστεύει ότι ζει η Δανάη μέσα από τη ζωή της Ναταλίας. Όμως το βάρος της νεκρής κόρης ως σύμβολο ήταν πολύ μεγάλο για τις αντοχές της ζωντανής κοπέλας και τη ρούφηξε, την αποδυνάμωσε και την πάγωσε ψυχικά και συναισθηματικά. Έπρεπε να γίνει κάτι που δεν ήταν και έπρεπε να καλύψει ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Και αυτό το έκανε ασυνείδητα με τα περιττά κιλά, πιστεύοντας ότι μεγαλώνοντας σε όγκο θα κάλυπτε το κενό.
Αυτή η δύσκολη περίπτωση δεν θα μπορούσε να αναδυθεί εάν ο θεραπευτής δεν πρόσεχε την παραδρομή της ομιλίας της μάνας. Εάν δεν έδινε σημασία στα ονόματα των διδύμων και δεν μελετούσε την αιτία που αυτά μπερδεύονταν. Το όνομα φέρει ολόκληρη την προσωπική ιστορία ενός ανθρώπου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση φέρει την τραγική ιστορία μιας νεκρής κόρης, η οποία συνέχισε να ζει ασυνείδητα μέσα από τη ζωντανή, δίνοντάς της και το όνομα και τη «χάρη».
Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η ψυχή μας θέλει και αυτή να εκφραστεί και, παρά την παντοδυναμία της λογοκρισίας που η σκέψη επιβάλλει, βρίσκει το «παράθυρο» να το κάνει. Μένει σε μας να του δώσουμε το αρμόζον νόημα…
Ομαδική Ψυχοθεραπεία
Πρόσκληση ενδιαφέροντος για σύσταση ομάδων ψυχοθεραπείας
Στο πλαίσιο της κοινωνικής προσφοράς και του Κύκλου Διαλέξεων που διοργανώνει το ΜΕΟ (Μορφωτικός Εξωραϊστικός Σύλλογος Φιλοθέης-Ψυχικού) 25ης Μαρτίου 19, Νέο Ψυχικό δίνεται για πρώτη φορά η δυνατότητα, σε όσους επιθυμούν, να συμμετάσχουν σε ψυχοθεραπευτικές ομάδες, υπό την καθοδήγηση και την εποπτεία της MSc ψυχοθεραπεύτριας ομάδας και οικογένειας Μαριαλένας Σπυροπούλου.
Τα μέλη στην ψυχοθεραπευτική ομάδα δεν θα υπερβαίνουν τους 10.
Στόχος η επίλυση και θεραπεία κοινωνικών, διαπροσωπικών, οικογενειακών και συναισθηματικών ζητημάτων.
Η προσέγγιση βασίζεται στην ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία και το κόστος συμμετοχής είναι συμβολικό.
Για περισσότερες πληροφορίες, για τον τόπο και χρόνο της λειτουργίας των ομάδων επικοινωνήστε με την κα Μαριαλένα Σπυροπούλου 6944-776186.
Στο πλαίσιο της κοινωνικής προσφοράς και του Κύκλου Διαλέξεων που διοργανώνει το ΜΕΟ (Μορφωτικός Εξωραϊστικός Σύλλογος Φιλοθέης-Ψυχικού) 25ης Μαρτίου 19, Νέο Ψυχικό δίνεται για πρώτη φορά η δυνατότητα, σε όσους επιθυμούν, να συμμετάσχουν σε ψυχοθεραπευτικές ομάδες, υπό την καθοδήγηση και την εποπτεία της MSc ψυχοθεραπεύτριας ομάδας και οικογένειας Μαριαλένας Σπυροπούλου.
Τα μέλη στην ψυχοθεραπευτική ομάδα δεν θα υπερβαίνουν τους 10.
Στόχος η επίλυση και θεραπεία κοινωνικών, διαπροσωπικών, οικογενειακών και συναισθηματικών ζητημάτων.
Η προσέγγιση βασίζεται στην ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία και το κόστος συμμετοχής είναι συμβολικό.
Για περισσότερες πληροφορίες, για τον τόπο και χρόνο της λειτουργίας των ομάδων επικοινωνήστε με την κα Μαριαλένα Σπυροπούλου 6944-776186.
Ένα σχόλιο πάνω στο φιλμ "Περσόνα" του Μπέργκμαν και την ψυχοθεραπεία

Με αφορμή τις επαναπροβολές παλιών αγαπημένων ταινιών στους θερινούς κινηματογράφους, ο Μπέργκμαν μας θύμισε την «Περσόνα» του. Πέρα από τη σύλληψη, την άψογη κινηματογράφηση και τις διαπεραστικές ερμηνείες της Μπι Μπι Άντερσον και της Λιβ Ούλμαν, ο Μπέργκμαν με αυτή την ταινία άθελά του φωτίζει ή μάλλον ανατρέπει ένα βασικό αξίωμα της θεραπευτικής διαδικασίας.
Τη σιωπή.
Η σιωπή στην ανάλυση είναι απαραίτητη από την πλευρά του θεραπευτή προκειμένου να μπορέσει να αφήσει ελεύθερο το πεδίο της σκέψης, των συνειρμών, των ονείρων, των αμφισβητήσεων και των φόβων που νιώθει ο θεραπευόμενος. Όχι μόνο χάρη στη σιωπή αλλά και εξαιτίας αυτής. Η σιωπή είναι οδυνηρή. Φορτισμένη συναισθηματικά, κουβαλά πάντοτε σημασιολογικά βάρη. Θα ήταν τουλάχιστον αφελές εκ μέρους κάποιου εάν ισχυριζόταν ότι η σιωπή σε μια σχέση είναι αδιάφορη και ότι το νόημα σηματοδοτείται μόνον από τις λέξεις. Πολλώ δε μάλλον στη θεραπευτική σχέση. Η σιωπή βρίθει νοημάτων, αρκεί να ξέρεις να την αποκωδικοποιήσεις. Στη θεραπεία είναι εργαλείο στα χέρια των αναλυτών. Η σιωπή εξ αυτών προερχόμενη επιβάλλεται, η σιωπή που προέρχεται από τους αναλυόμενους χρήζει σκέψης, ανάλυσης, τουλάχιστον προσοχής για τα θεραπευτικά ευρήματα που κρύβει. Με τη σιωπή του ο θεραπευόμενος κάτι λέει.
Και εδώ έρχεται η ταινία του Μπέργκμαν. Η ιστορία αυτής της ταινίας έχει τρεις πρωταγωνιστές: δυο γυναίκες και τη σιωπή. Το ντιβάνι δεν είναι ο κύριος χώρος αλλά ο τρόπος σύμφωνα με τον οποίο είναι δομημένο το φιλμ αφήνει ανοιχτό στη φαντασία το ενδεχόμενο να ήταν γυρισμένο εξ ολοκλήρου γύρω από ένα ντιβάνι. Άλλωστε, και στην ταινία περί θεραπείας ο λόγος. Ας παίξουμε το ψυχαναλυτικό παιχνίδι με τα υλικά της ταινίας. Η θεραπευόμενη που την υποδύεται η Μπι Μπι Άντερσον δεν μπορεί να μιλήσει, είναι βυθισμένη στη σιωπή. Έχει επιλέξει τη σιωπή ως μέσο απόδρασης από τα τραύματά της, από τους φόβους της, από την απόγνωση που την κυριεύει. Ουσιαστικά μέσω της σιωπής νομίζει ότι μπορεί να κρυφτεί. Η άλλη πρωταγωνίστρια που την υποδύεται η Λιβ Ούλμαν, νοσοκόμα στο επάγγελμα, επιθυμεί να τη θεραπεύσει με το να βρει αρχικά την ομιλία της, να σπάσει τη σιωπή της. Κατόπιν, όμως το αίτημα είναι να την κατανοήσει, να κατανοήσει τι την οδήγησε στη σιωπή, ποιος φόβος επαληθεύεται με τη ρηματοποίηση. Οι όροι είναι ξεκάθαρα θεραπευτικοί. Ο θεραπευτής στην αναλυτική διαδικασία επιθυμεί να δει βαθιά, να ακούσει, να συναισθανθεί, να μπορέσει να ξετυλίξει το κουβάρι. Μένει σιωπηλός τις περισσότερες φορές. Ακούει, πάντα ακούει με όλες τις αισθήσεις του. Στην ταινία οι ρόλοι αντιστρέφονται. Εάν θεωρήσουμε ότι η νοσοκόμα είναι ο θεραπευτής κάθε άλλο παρά σιωπηλή μένει, ευνοημένη ή και εξαναγκασμένη από τη σιωπή της ασθενούς. Αυτό την οδηγεί στο να μιλάει ακατάπαυστα. Αρχικά με επίκεντρο τον εαυτό της, στην πορεία μιλώντας για την άλλη που απλά γνέφει, κοιτάζει, νιώθει. Το πιο εντυπωσιακό της διαδρομής αυτής της παράξενης συζήτησης είναι το πόσο βαθιά μπαίνει μέσα στην ψυχή και στο μυαλό της ασθενούς, μέσα από τα δικά της βιώματα, τις δικές της προβολές. Η κατανόηση είναι τόσο βαθιά, πρωτογενώς άρρηκτη, ώστε οι δυο γίνονται αίφνης μία και το δράμα της ζωής της σιωπηλής επανέρχεται μέσα από τα λόγια της ομιλούσας στο εδώ και τώρα. Αναβιώνει, δρα συνθλίβοντάς της συναισθηματικά ξανά μέσω μιας άλλης αφήγησης, της ζωής μιας άλλης. Η σιωπή της έγινε εκκωφαντική. Ακούστηκε πιο άγρια απ’ ό,τι όλες οι φωνές μαζί. Η σιωπή στην οποία κατέφυγε ως καταφύγιο την πρόδωσε. Στην ταινία η σιωπηλή γυναίκα είπε πιο πολλά απ’ ό,τι η ομιλούσα. Η θεραπεία της επιτεύχθηκε αφού ξετυλίχθηκε το κουβάρι της, αποκαλύφθηκε η μυστική ζωή της.
Με αυτή την έννοια, πόσο βέβαιο είναι ότι ο θεραπευτής δεν αποκαλύπτεται με τη σιωπή του; Πόσο βέβαιο είναι ότι ο θεραπευόμενος δεν έχει τη δυνατότητα να μάθει πράγματα για εκείνον, να τα συναισθανθεί παρόλη την πλήρη άγνοια που διατηρεί για το δικό του «δράμα». Άλλωστε, πλέον το ντιβάνι δεν ισχύει για όλους τους ψυχοδυναμικούς θεραπευτικούς τρόπους. Η βλεμματική επαφή όχι μόνο σε ασθενείς με πρώιμη μητρική αποστέρηση αλλά και με άλλους τύπους νευρώσεις κρίνεται απαραίτητη για μια πιο σύγχρονη προσέγγιση με θεραπευτικά αποτελέσματα θεραπεία. Η σχέση γίνεται το πιο σημαντικό εργαλείο. Η επένδυση για να ανοιχτούν και αυτό προϋποθέτει το αίσθημα της γνώσης, της εμπιστοσύνης.
Αλλά και ο ίδιος ο θεραπευτής, ανάλογα με τις περιπτώσεις, σε ποιο βαθμό μπορεί άραγε και ο ίδιος να θεραπευτεί σιωπώντας; Πόσο συμφιλιωμένος νιώθει με τη σιωπή; Τι καταλαβαίνει για τον εαυτό του αλλά και τον ασθενή όταν δεν προβαίνει σε ερμηνείες; Πόσο θεραπευτικές μπορεί να είναι οι μακρές περίοδοι σιωπής που περνάει ένας ασθενής ή μια ομάδα ασθενών; Τι λένε στον αναλυτή τους; Μήπως δεν εκφράζουν μια δική τους αμηχανία; Μήπως τότε κατανοούν τον αναλυτή τους, λειτουργώντας εκείνοι ως θεραπευτές; Μήπως όταν αφεθούν στη σιωπή χωρίς φόβο θεραπεύονται πραγματικά;
Τη σιωπή.
Η σιωπή στην ανάλυση είναι απαραίτητη από την πλευρά του θεραπευτή προκειμένου να μπορέσει να αφήσει ελεύθερο το πεδίο της σκέψης, των συνειρμών, των ονείρων, των αμφισβητήσεων και των φόβων που νιώθει ο θεραπευόμενος. Όχι μόνο χάρη στη σιωπή αλλά και εξαιτίας αυτής. Η σιωπή είναι οδυνηρή. Φορτισμένη συναισθηματικά, κουβαλά πάντοτε σημασιολογικά βάρη. Θα ήταν τουλάχιστον αφελές εκ μέρους κάποιου εάν ισχυριζόταν ότι η σιωπή σε μια σχέση είναι αδιάφορη και ότι το νόημα σηματοδοτείται μόνον από τις λέξεις. Πολλώ δε μάλλον στη θεραπευτική σχέση. Η σιωπή βρίθει νοημάτων, αρκεί να ξέρεις να την αποκωδικοποιήσεις. Στη θεραπεία είναι εργαλείο στα χέρια των αναλυτών. Η σιωπή εξ αυτών προερχόμενη επιβάλλεται, η σιωπή που προέρχεται από τους αναλυόμενους χρήζει σκέψης, ανάλυσης, τουλάχιστον προσοχής για τα θεραπευτικά ευρήματα που κρύβει. Με τη σιωπή του ο θεραπευόμενος κάτι λέει.
Και εδώ έρχεται η ταινία του Μπέργκμαν. Η ιστορία αυτής της ταινίας έχει τρεις πρωταγωνιστές: δυο γυναίκες και τη σιωπή. Το ντιβάνι δεν είναι ο κύριος χώρος αλλά ο τρόπος σύμφωνα με τον οποίο είναι δομημένο το φιλμ αφήνει ανοιχτό στη φαντασία το ενδεχόμενο να ήταν γυρισμένο εξ ολοκλήρου γύρω από ένα ντιβάνι. Άλλωστε, και στην ταινία περί θεραπείας ο λόγος. Ας παίξουμε το ψυχαναλυτικό παιχνίδι με τα υλικά της ταινίας. Η θεραπευόμενη που την υποδύεται η Μπι Μπι Άντερσον δεν μπορεί να μιλήσει, είναι βυθισμένη στη σιωπή. Έχει επιλέξει τη σιωπή ως μέσο απόδρασης από τα τραύματά της, από τους φόβους της, από την απόγνωση που την κυριεύει. Ουσιαστικά μέσω της σιωπής νομίζει ότι μπορεί να κρυφτεί. Η άλλη πρωταγωνίστρια που την υποδύεται η Λιβ Ούλμαν, νοσοκόμα στο επάγγελμα, επιθυμεί να τη θεραπεύσει με το να βρει αρχικά την ομιλία της, να σπάσει τη σιωπή της. Κατόπιν, όμως το αίτημα είναι να την κατανοήσει, να κατανοήσει τι την οδήγησε στη σιωπή, ποιος φόβος επαληθεύεται με τη ρηματοποίηση. Οι όροι είναι ξεκάθαρα θεραπευτικοί. Ο θεραπευτής στην αναλυτική διαδικασία επιθυμεί να δει βαθιά, να ακούσει, να συναισθανθεί, να μπορέσει να ξετυλίξει το κουβάρι. Μένει σιωπηλός τις περισσότερες φορές. Ακούει, πάντα ακούει με όλες τις αισθήσεις του. Στην ταινία οι ρόλοι αντιστρέφονται. Εάν θεωρήσουμε ότι η νοσοκόμα είναι ο θεραπευτής κάθε άλλο παρά σιωπηλή μένει, ευνοημένη ή και εξαναγκασμένη από τη σιωπή της ασθενούς. Αυτό την οδηγεί στο να μιλάει ακατάπαυστα. Αρχικά με επίκεντρο τον εαυτό της, στην πορεία μιλώντας για την άλλη που απλά γνέφει, κοιτάζει, νιώθει. Το πιο εντυπωσιακό της διαδρομής αυτής της παράξενης συζήτησης είναι το πόσο βαθιά μπαίνει μέσα στην ψυχή και στο μυαλό της ασθενούς, μέσα από τα δικά της βιώματα, τις δικές της προβολές. Η κατανόηση είναι τόσο βαθιά, πρωτογενώς άρρηκτη, ώστε οι δυο γίνονται αίφνης μία και το δράμα της ζωής της σιωπηλής επανέρχεται μέσα από τα λόγια της ομιλούσας στο εδώ και τώρα. Αναβιώνει, δρα συνθλίβοντάς της συναισθηματικά ξανά μέσω μιας άλλης αφήγησης, της ζωής μιας άλλης. Η σιωπή της έγινε εκκωφαντική. Ακούστηκε πιο άγρια απ’ ό,τι όλες οι φωνές μαζί. Η σιωπή στην οποία κατέφυγε ως καταφύγιο την πρόδωσε. Στην ταινία η σιωπηλή γυναίκα είπε πιο πολλά απ’ ό,τι η ομιλούσα. Η θεραπεία της επιτεύχθηκε αφού ξετυλίχθηκε το κουβάρι της, αποκαλύφθηκε η μυστική ζωή της.
Με αυτή την έννοια, πόσο βέβαιο είναι ότι ο θεραπευτής δεν αποκαλύπτεται με τη σιωπή του; Πόσο βέβαιο είναι ότι ο θεραπευόμενος δεν έχει τη δυνατότητα να μάθει πράγματα για εκείνον, να τα συναισθανθεί παρόλη την πλήρη άγνοια που διατηρεί για το δικό του «δράμα». Άλλωστε, πλέον το ντιβάνι δεν ισχύει για όλους τους ψυχοδυναμικούς θεραπευτικούς τρόπους. Η βλεμματική επαφή όχι μόνο σε ασθενείς με πρώιμη μητρική αποστέρηση αλλά και με άλλους τύπους νευρώσεις κρίνεται απαραίτητη για μια πιο σύγχρονη προσέγγιση με θεραπευτικά αποτελέσματα θεραπεία. Η σχέση γίνεται το πιο σημαντικό εργαλείο. Η επένδυση για να ανοιχτούν και αυτό προϋποθέτει το αίσθημα της γνώσης, της εμπιστοσύνης.
Αλλά και ο ίδιος ο θεραπευτής, ανάλογα με τις περιπτώσεις, σε ποιο βαθμό μπορεί άραγε και ο ίδιος να θεραπευτεί σιωπώντας; Πόσο συμφιλιωμένος νιώθει με τη σιωπή; Τι καταλαβαίνει για τον εαυτό του αλλά και τον ασθενή όταν δεν προβαίνει σε ερμηνείες; Πόσο θεραπευτικές μπορεί να είναι οι μακρές περίοδοι σιωπής που περνάει ένας ασθενής ή μια ομάδα ασθενών; Τι λένε στον αναλυτή τους; Μήπως δεν εκφράζουν μια δική τους αμηχανία; Μήπως τότε κατανοούν τον αναλυτή τους, λειτουργώντας εκείνοι ως θεραπευτές; Μήπως όταν αφεθούν στη σιωπή χωρίς φόβο θεραπεύονται πραγματικά;