ΑΠΟ ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΕΤΗ ΣΤΑ ΕΞΙ: Πρώτη μέρα στο νηπιαγωγείο και στο δημοτικό.

Τα παιδιά μεγαλώνουν με ταχύτατους ρυθμούς, αυτή είναι η αίσθηση των περισσότερων μαμάδων όταν βλέπουν τα βλαστάρια τους να είναι έτοιμα να ξεφύγουν από την αποκλειστικότητα που δίνει η μητρική φροντίδα. Ο χρόνος κυλάει αργά αλλά και γρήγορα ταυτόχρονα. Πριν από λίγο καιρό γεννήσατε, το μωρό σας ήταν απόλυτα εξαρτημένο από το βλέμμα σας, από τη φροντίδα σας, από την τροφή και τον ύπνο. Και ξαφνικά, το παιδί σας τρέχει, παίζει, μιλάει, αυτονομείται. Και έρχεται το φθινόπωρο, που θα πάει σχολείο. Πόσο έτοιμο είναι να μπει στον προθάλαμο της κοινωνικής ζωής, πόσο έτοιμο είναι να πειθαρχήσει στους νόμους και κανόνες της πρώτης τάξης του δημοτικού σχολείου, και πάνω απ’ όλα, πόσο έτοιμη είστε εσείς να το αποχωριστείτε;
Το νηπιαγωγείο, ένας χώρος με περισσότερα παιχνίδια Από τα τρία έτη και μετά το παιδί φιλοξενείται σ’ έναν σταθμό και αργότερα πηγαίνει στο νηπιαγωγείο. Σ’ αυτές τις ηλικίες έχει αναπτυχθεί ο κεντρικός πυρήνας της προσωπικότητάς του και κυρίως έχει πετύχει για τον εαυτό του πολύ σημαντικά επιτεύγματα. Ο έλεγχος των σφιγκτήρων, το βάδισμα, η ομιλία, το φαγητό είναι από τα πιο σημαντικά αναπτυξιακά επιτεύγματα που συντελούνται στην εξελικτική πορεία του ανθρώπου, πιο σημαντικά και από τις ενήλικες επιτυχίες στην εργασία ή στην προσωπική μας ζωή. Φτάνει, λοιπόν, στην ηλικία των τριών, τεσσάρων αλλά και πέντε, μετά κόπων και βασάνων, έτοιμο να ανακαλύψει τον ευρύτερο κόσμο, τους άλλους ανθρώπους και να σχετιστεί μαζί τους. Η μετάβαση στο νηπιαγωγείο είναι μια εύκολη μετάβαση για τα παιδιά, διότι συνήθως σ’ αυτές τις ηλικίες δεν υπάρχει συνείδηση ή γνώση για το τι μένει πίσω, για το τι αφήνουν στο σπίτι. Υπάρχει μόνο ο χρόνος του παρόντος που κυλά, και αυτό κάνει ένα παιδί να φαίνεται προσαρμοστικό και ευμετάβλητο. Εξάλλου ένα καλό νηπιαγωγείο έχει τις καλύτερες προδιαγραφές να κάνει το παιδί να περάσει καλά, καλύτερα και από το σπίτι του. «Μάλιστα το νηπιαγωγείο», όπως λέει και ο σπουδαίος Βρετανός παιδοψυχίατρος και ψυχαναλυτής D. W. Winnicott, «είναι ίσως ένας καλύτερος χώρος για παιχνίδι από αυτό που έχετε σπίτι και, επιπλέον, κάποιος είναι πάντα παρών για να επιβλέπει τους πρώτους πειραματισμούς του παιδιού σας στην κοινωνική ζωή». Η Α.Χ. είναι εργαζόμενη μητέρα και μέχρι τα τρία του χρόνια το μικρό της κοριτσάκι μεγάλωνε με τη γιαγιά του. Οι σχέσεις της Α. με τη μητέρα της είναι πάρα πολύ καλές, οπότε το παιδί μεγάλωσε αρμονικά και είναι αγαπημένο και από την πλευρά των γονιών αλλά και των παππούδων. Η μικρούλα μεγαλώνοντας δεν αισθάνθηκε την έλλειψη της μητέρας της διότι η νέα σε ηλικία γιαγιά της επιτέλεσε άρτια αυτόν το ρόλο. Το παιδί μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία απέκτησε και μια έμφυτη κοινωνικότητα που της φάνηκε χρήσιμη τις πρώτες μέρες που πήγε στον παιδικό σταθμό αρχικά, και κατόπιν στο νηπιαγωγείο. «Από το καλοκαίρι την προετοιμάζαμε συζητώντας μαζί της, και εμείς και η γιαγιά της. Πήγαμε όλοι μαζί να της δείξουμε τον παιδικό σταθμό, της έλεγα συνέχεια πόσο ωραία θα περάσει και πόσους φίλους θα κάνει. Πήραμε τσάντα, παγούρι για το νερό της και ωραίες ξυλομπογιές. Το παιδί μου ήταν καταχαρούμενο, σε όλες τις διακοπές μας όταν έβλεπε παιδάκια, πήγαινε και τα αγκάλιαζε και τα φίλαγε και τους έλεγε ότι θέλει να γίνουν φίλοι. Καταλάβαινα την ανάγκη της για συνομίληκα παιδιά, μιας που η μικρή μου είναι μοναχοπαίδι και το μοναδικό παιδί στην οικογένεια γενικά. Η πρώτη μέρα στο «μικρό» σχολείο ήταν χαρούμενη μέρα, γιατί έβλεπε και εμένα και τη γιαγιά της να είμαστε χαρούμενες, οπότε πίστευε και εκείνη ότι θα περάσει πολύ ωραία. Όπως και έγινε! Το μόνο που τη στενοχώρησε ήταν όταν είδε ένα παιδάκι στον σταθμό να ζητάει τη μαμά του και να κλαίει όλη την ημέρα. Απ’ ό,τι έμαθα από τη νηπιαγωγό της πήγε κοντά του και του είπε “μην κλαις, παιδάκι” και το αγκάλιασε. Αυτό ήταν ένα περιστατικό που κάπως την αναστάτωσε, γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κάποιο άλλο παιδί θα ήταν στενοχωρημένο όταν εκείνη ήταν τόσο χαρούμενη. Ευτυχώς, αρκετά σύντομα το ξέχασε και ξαναβρήκε τη χαρά της για παιχνίδι».
Το δημοτικό κρύβει δυσκολίες για αρκετά παιδιά
Η μετάβαση από την ανέμελη ζωή των πρώτων χρόνων στην πειθαρχία που περιλαμβάνει η φοίτηση στο σχολείο είναι κάτι που αρκετά παιδιά τα δυσκολεύει.
Η ηλικία των έξι είναι μια δύσκολη ηλικιακή φάση, γιατί τα παιδιά έχουν μεγαλώσει αρκετά, καταλαβαίνουν περισσότερα και συναισθάνονται το κλίμα του σπιτιού και των γονιών του. Ακόμα και λίγοι μήνες μπορεί να κάνουν τη διαφορά. Ένα παιδί που έχει κλείσει τα έξι του χρόνια από την προηγούμενη άνοιξη είναι πιο έτοιμο αναπτυξιακά από ένα παιδί που θα τα κλείσει τον προσεχή Οκτώβριο. Στο παρελθόν συνήθιζαν τα σχολεία να δέχονται εξίσου τα παιδιά που ήταν πεντέμισι ετών μαζί με αυτά που ήταν ακόμα και εξίμισι σχεδόν, και αυτό φάνταζε ότι ήταν συμφέρον για το μέλλον των μικρότερων παιδιών, επειδή θα κέρδιζαν χρόνο, αλλά στην πρώτη τάξη του δημοτικού ήταν αδικημένα, διότι ήταν πιο ανέτοιμα. Ευτυχώς, πια τα παιδιά για να πάνε στην πρώτη δημοτικού πρέπει να έχουν κλείσει απαραίτητα τα έξι χρόνια. Η σχέση του παιδιού με τη μητέρα και σ’ αυτή την περίπτωση τίθεται στο μικροσκόπιο, διότι πολλές φορές ένα παιδί φαίνεται ότι είναι ανήμπορο και αδύναμο να μπει στην επόμενη φάση της ζωής του, αλλά πίσω απ’ αυτό κρύβεται μια ακόμα πιο ανέτοιμη μητέρα. Ένα αγοράκι, ο Δ., με επισκέφτηκε με τη μητέρα του διότι για πάρα πολλούς μήνες έδειχνε μια τρομερή απροθυμία να ξυπνήσει το πρωί και να πάει σχολείο. Έκλαιγε και τράβαγε τη φούστα της μαμάς του στον προαύλειο χώρο του σχολείου, για να μη φύγει και τον εγκαταλείψει. Όταν πέρναγε η πρώτη ώρα με κλάματα, συμμορφωνόταν στο ωρολόγιο πρόγραμμα του σχολείου, παρακολουθούσε τα μαθήματα, και προς στιγμή την ξεχνούσε. Όταν όμως γύριζε σπίτι, όπως μας λέει η μητέρα του, ήταν φοβερά κατσούφης και λυπημένος, και έτρωγε με δυσκολία. Μετά πάλι συνερχόταν και ξαναέβρισκε το κέφι του, μέχρι το επόμενο πρωί, που ξανάρχιζαν τα ίδια. Ζήτησα φυσικά να δω και τη μαμά, διότι υπήρχε κάτι στο μυστικό δεσμό τους που δεν επέτρεπε στον μικρό να περάσει ομαλά στην επόμενη φάση, να αφήσει ήρεμος τη μητέρα του, και να τρέξει ανέμελος και ελεύθερος προς την αναζήτηση νέων εμπειριών, δασκάλων αλλά κυρίως φίλων. Πολλές μητέρες, όπως και η μητέρα του Δ., λειτουργούν σε δύο επίπεδα. Στο ένα επίπεδο επιθυμούν βέβαια το παιδί τους να μεγαλώσει, να βγει από τον κλειστό χώρο του σπιτιού και της μητρικής φροντίδας και να πάει σχολείο. Στο άλλο επίπεδο, στο ασυνείδητο, δεν μπορούν να διανοηθούν ότι θα αφήσουν το παιδί τους να ξεφύγει από την προσοχή τους. Σ’ αυτό το ασυνείδητο επίπεδο, όπου τα συναισθήματα είναι άχρονα και πάνω από τη λογική, η μητέρα δεν μπορεί να παραιτηθεί σε κανένα επίπεδο από τη μητρική της λειτουργία, γιατί τότε θα χάσει το ρόλο της και καμιά φορά αυτό συνυποδηλώνει και τον αφανισμό της ίδιας της ύπαρξής της. Αιαθάνεται καλύτερα όταν το παιδί της εξαρτάται ολοκληρωτικά από αυτήν και το παιδί το διαισθάνεται αυτό πολύ καλά. Οπότε δεν μπορεί να προσαρμοστεί ομαλά στο σχολείο, γιατί φοβάται ότι θα χάσει τη μητέρα του, ότι θα τη στενοχωρήσει ανεπανόρθωτα. Στην παιδική ψυχή αυτό το συναίσθημα είναι ισότιμο με το ενήλικο συναίσθημα της προδοσίας που συντελείται απέναντι σε κάποιον που αγαπάμε. Το παιδί λοιπόν εν αγνοία του ορθώνει εμπόδια για να μη φέρει σε δύσκολη θέση τη μητέρα του.
Προσεκτικές κινήσεις, ευεργετικά αποτελέσματα
*Αν δεν είστε εργαζόμενη μητέρα και το παιδί σας μεγαλώνει αποκλειστικά με σας, μην περιμένετε να χωρίσετε μόνο την πρώτη μέρα που θα πάει αναγκαστικά στον αγιασμό του σχολείου του. Προετοιμάστε το, από την προηγούμενη άνοιξη, αφήνοντάς το για λίγο κάθε φορά σε μια θεία, σε μια γιαγιά, σε μια φίλη με άλλα παιδάκια. Κάντε το να αισθάνεται ασφαλής ότι ακόμα και εάν φύγετε πάλι θα γυρίσετε να το πάρετε την ώρα που του έχετε υποσχεθεί. Έτσι θα μάθει να σας εμπιστεύεται και να αφήνεται στην καινούρια κατάσταση.
*Μιλήστε μαζί του και εξηγήστε του ήρεμα και γλυκά τι είναι το σχολείο, τι το περιμένει, εκθέτοντας τις όμορφες και χαρούμενες εμπειρίες που θα κερδίσει. Απαντήστε του σε όποια απορία έχει, και εάν έχει ανάγκη πηγαίντε τον να δει και το σχολείο, για να εξοικειωθεί με την εικόνα και το περιβάλλον.
*Κάντε τον να αντέχει στις μικρές ματαιώσεις που θα υφίσταται. Όλη μας η ζωή περιλαμβάνει ματαιώσεις, οπότε είναι μια καλή αρχή να μπει λίγο-λίγο και προστατευμένα στον κόσμο της κοινωνικοποίησης. Όταν κλαίει, μην κλαίτε μαζί του. Αγκαλιάστε το αλλά δείξτε του με λόγια γλυκά και όχι επιθετικά ότι δεν του συμβαίνει και τίποτα τόσο τρομερό ώστε να κλαίει έτσι. Όταν είμαστε εμείς οι μεγάλοι αδύναμοι να χειριστούμε τέτοιες καταστάσεις, τα παιδιά μας γίνονται είτε πολύ αδύναμα είτε πολύ επιθετικά, ως αντιστάθμισμα της δικιάς μας αδυναμίας.
*Να είστε χαρούμενες όταν το ξυπνάτε για να το πάτε σχολείο, ώστε να του/της δείξετε με τη στάση σας ότι το περιμένει μια πολύ ωραία μέρα. Μιλήστε του/της για αυτά που θα κάνετε και εσείς κατά τη διάρκεια της μέρας, περιμένοντας να τελειώσει το σχολείο του. Το μεσημέρι να το υποδέχεστε με χαρά και μια ζεστή αγκαλιά. Το έχει τόση πολύ ανάγκη. Φροντίστε τον πρώτο καιρό, ακόμα και εάν εργάζεστε, να το παίρνετε εσείς από το σχολείο.
*Αν για κάποιο λόγο σας έχει στενοχωρέσει ή έχει κάνει μια σκανταλιά στο σπίτι ή στο σχολείο, που αξίζει εκτεταμένης συζήτησης, μην το κάνετε ποτέ αμέσως μετά το σχολείο. Αφήστε το για το απόγευμα.
*Κάντε και εσείς κάτι καινούριο, ανανεωτικό για τον εαυτό σας, που θα σας κάνει χαρούμενες, ώστε να το μεταδώσετε και στο παιδί σας. Και μην ξεχνάτε «μια μητέρα που κάνει καλό στο παιδί της είναι μια μητέρα που στέκεται δίπλα του, όχι μπροστά του».
Το νηπιαγωγείο, ένας χώρος με περισσότερα παιχνίδια Από τα τρία έτη και μετά το παιδί φιλοξενείται σ’ έναν σταθμό και αργότερα πηγαίνει στο νηπιαγωγείο. Σ’ αυτές τις ηλικίες έχει αναπτυχθεί ο κεντρικός πυρήνας της προσωπικότητάς του και κυρίως έχει πετύχει για τον εαυτό του πολύ σημαντικά επιτεύγματα. Ο έλεγχος των σφιγκτήρων, το βάδισμα, η ομιλία, το φαγητό είναι από τα πιο σημαντικά αναπτυξιακά επιτεύγματα που συντελούνται στην εξελικτική πορεία του ανθρώπου, πιο σημαντικά και από τις ενήλικες επιτυχίες στην εργασία ή στην προσωπική μας ζωή. Φτάνει, λοιπόν, στην ηλικία των τριών, τεσσάρων αλλά και πέντε, μετά κόπων και βασάνων, έτοιμο να ανακαλύψει τον ευρύτερο κόσμο, τους άλλους ανθρώπους και να σχετιστεί μαζί τους. Η μετάβαση στο νηπιαγωγείο είναι μια εύκολη μετάβαση για τα παιδιά, διότι συνήθως σ’ αυτές τις ηλικίες δεν υπάρχει συνείδηση ή γνώση για το τι μένει πίσω, για το τι αφήνουν στο σπίτι. Υπάρχει μόνο ο χρόνος του παρόντος που κυλά, και αυτό κάνει ένα παιδί να φαίνεται προσαρμοστικό και ευμετάβλητο. Εξάλλου ένα καλό νηπιαγωγείο έχει τις καλύτερες προδιαγραφές να κάνει το παιδί να περάσει καλά, καλύτερα και από το σπίτι του. «Μάλιστα το νηπιαγωγείο», όπως λέει και ο σπουδαίος Βρετανός παιδοψυχίατρος και ψυχαναλυτής D. W. Winnicott, «είναι ίσως ένας καλύτερος χώρος για παιχνίδι από αυτό που έχετε σπίτι και, επιπλέον, κάποιος είναι πάντα παρών για να επιβλέπει τους πρώτους πειραματισμούς του παιδιού σας στην κοινωνική ζωή». Η Α.Χ. είναι εργαζόμενη μητέρα και μέχρι τα τρία του χρόνια το μικρό της κοριτσάκι μεγάλωνε με τη γιαγιά του. Οι σχέσεις της Α. με τη μητέρα της είναι πάρα πολύ καλές, οπότε το παιδί μεγάλωσε αρμονικά και είναι αγαπημένο και από την πλευρά των γονιών αλλά και των παππούδων. Η μικρούλα μεγαλώνοντας δεν αισθάνθηκε την έλλειψη της μητέρας της διότι η νέα σε ηλικία γιαγιά της επιτέλεσε άρτια αυτόν το ρόλο. Το παιδί μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία απέκτησε και μια έμφυτη κοινωνικότητα που της φάνηκε χρήσιμη τις πρώτες μέρες που πήγε στον παιδικό σταθμό αρχικά, και κατόπιν στο νηπιαγωγείο. «Από το καλοκαίρι την προετοιμάζαμε συζητώντας μαζί της, και εμείς και η γιαγιά της. Πήγαμε όλοι μαζί να της δείξουμε τον παιδικό σταθμό, της έλεγα συνέχεια πόσο ωραία θα περάσει και πόσους φίλους θα κάνει. Πήραμε τσάντα, παγούρι για το νερό της και ωραίες ξυλομπογιές. Το παιδί μου ήταν καταχαρούμενο, σε όλες τις διακοπές μας όταν έβλεπε παιδάκια, πήγαινε και τα αγκάλιαζε και τα φίλαγε και τους έλεγε ότι θέλει να γίνουν φίλοι. Καταλάβαινα την ανάγκη της για συνομίληκα παιδιά, μιας που η μικρή μου είναι μοναχοπαίδι και το μοναδικό παιδί στην οικογένεια γενικά. Η πρώτη μέρα στο «μικρό» σχολείο ήταν χαρούμενη μέρα, γιατί έβλεπε και εμένα και τη γιαγιά της να είμαστε χαρούμενες, οπότε πίστευε και εκείνη ότι θα περάσει πολύ ωραία. Όπως και έγινε! Το μόνο που τη στενοχώρησε ήταν όταν είδε ένα παιδάκι στον σταθμό να ζητάει τη μαμά του και να κλαίει όλη την ημέρα. Απ’ ό,τι έμαθα από τη νηπιαγωγό της πήγε κοντά του και του είπε “μην κλαις, παιδάκι” και το αγκάλιασε. Αυτό ήταν ένα περιστατικό που κάπως την αναστάτωσε, γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κάποιο άλλο παιδί θα ήταν στενοχωρημένο όταν εκείνη ήταν τόσο χαρούμενη. Ευτυχώς, αρκετά σύντομα το ξέχασε και ξαναβρήκε τη χαρά της για παιχνίδι».
Το δημοτικό κρύβει δυσκολίες για αρκετά παιδιά
Η μετάβαση από την ανέμελη ζωή των πρώτων χρόνων στην πειθαρχία που περιλαμβάνει η φοίτηση στο σχολείο είναι κάτι που αρκετά παιδιά τα δυσκολεύει.
Η ηλικία των έξι είναι μια δύσκολη ηλικιακή φάση, γιατί τα παιδιά έχουν μεγαλώσει αρκετά, καταλαβαίνουν περισσότερα και συναισθάνονται το κλίμα του σπιτιού και των γονιών του. Ακόμα και λίγοι μήνες μπορεί να κάνουν τη διαφορά. Ένα παιδί που έχει κλείσει τα έξι του χρόνια από την προηγούμενη άνοιξη είναι πιο έτοιμο αναπτυξιακά από ένα παιδί που θα τα κλείσει τον προσεχή Οκτώβριο. Στο παρελθόν συνήθιζαν τα σχολεία να δέχονται εξίσου τα παιδιά που ήταν πεντέμισι ετών μαζί με αυτά που ήταν ακόμα και εξίμισι σχεδόν, και αυτό φάνταζε ότι ήταν συμφέρον για το μέλλον των μικρότερων παιδιών, επειδή θα κέρδιζαν χρόνο, αλλά στην πρώτη τάξη του δημοτικού ήταν αδικημένα, διότι ήταν πιο ανέτοιμα. Ευτυχώς, πια τα παιδιά για να πάνε στην πρώτη δημοτικού πρέπει να έχουν κλείσει απαραίτητα τα έξι χρόνια. Η σχέση του παιδιού με τη μητέρα και σ’ αυτή την περίπτωση τίθεται στο μικροσκόπιο, διότι πολλές φορές ένα παιδί φαίνεται ότι είναι ανήμπορο και αδύναμο να μπει στην επόμενη φάση της ζωής του, αλλά πίσω απ’ αυτό κρύβεται μια ακόμα πιο ανέτοιμη μητέρα. Ένα αγοράκι, ο Δ., με επισκέφτηκε με τη μητέρα του διότι για πάρα πολλούς μήνες έδειχνε μια τρομερή απροθυμία να ξυπνήσει το πρωί και να πάει σχολείο. Έκλαιγε και τράβαγε τη φούστα της μαμάς του στον προαύλειο χώρο του σχολείου, για να μη φύγει και τον εγκαταλείψει. Όταν πέρναγε η πρώτη ώρα με κλάματα, συμμορφωνόταν στο ωρολόγιο πρόγραμμα του σχολείου, παρακολουθούσε τα μαθήματα, και προς στιγμή την ξεχνούσε. Όταν όμως γύριζε σπίτι, όπως μας λέει η μητέρα του, ήταν φοβερά κατσούφης και λυπημένος, και έτρωγε με δυσκολία. Μετά πάλι συνερχόταν και ξαναέβρισκε το κέφι του, μέχρι το επόμενο πρωί, που ξανάρχιζαν τα ίδια. Ζήτησα φυσικά να δω και τη μαμά, διότι υπήρχε κάτι στο μυστικό δεσμό τους που δεν επέτρεπε στον μικρό να περάσει ομαλά στην επόμενη φάση, να αφήσει ήρεμος τη μητέρα του, και να τρέξει ανέμελος και ελεύθερος προς την αναζήτηση νέων εμπειριών, δασκάλων αλλά κυρίως φίλων. Πολλές μητέρες, όπως και η μητέρα του Δ., λειτουργούν σε δύο επίπεδα. Στο ένα επίπεδο επιθυμούν βέβαια το παιδί τους να μεγαλώσει, να βγει από τον κλειστό χώρο του σπιτιού και της μητρικής φροντίδας και να πάει σχολείο. Στο άλλο επίπεδο, στο ασυνείδητο, δεν μπορούν να διανοηθούν ότι θα αφήσουν το παιδί τους να ξεφύγει από την προσοχή τους. Σ’ αυτό το ασυνείδητο επίπεδο, όπου τα συναισθήματα είναι άχρονα και πάνω από τη λογική, η μητέρα δεν μπορεί να παραιτηθεί σε κανένα επίπεδο από τη μητρική της λειτουργία, γιατί τότε θα χάσει το ρόλο της και καμιά φορά αυτό συνυποδηλώνει και τον αφανισμό της ίδιας της ύπαρξής της. Αιαθάνεται καλύτερα όταν το παιδί της εξαρτάται ολοκληρωτικά από αυτήν και το παιδί το διαισθάνεται αυτό πολύ καλά. Οπότε δεν μπορεί να προσαρμοστεί ομαλά στο σχολείο, γιατί φοβάται ότι θα χάσει τη μητέρα του, ότι θα τη στενοχωρήσει ανεπανόρθωτα. Στην παιδική ψυχή αυτό το συναίσθημα είναι ισότιμο με το ενήλικο συναίσθημα της προδοσίας που συντελείται απέναντι σε κάποιον που αγαπάμε. Το παιδί λοιπόν εν αγνοία του ορθώνει εμπόδια για να μη φέρει σε δύσκολη θέση τη μητέρα του.
Προσεκτικές κινήσεις, ευεργετικά αποτελέσματα
*Αν δεν είστε εργαζόμενη μητέρα και το παιδί σας μεγαλώνει αποκλειστικά με σας, μην περιμένετε να χωρίσετε μόνο την πρώτη μέρα που θα πάει αναγκαστικά στον αγιασμό του σχολείου του. Προετοιμάστε το, από την προηγούμενη άνοιξη, αφήνοντάς το για λίγο κάθε φορά σε μια θεία, σε μια γιαγιά, σε μια φίλη με άλλα παιδάκια. Κάντε το να αισθάνεται ασφαλής ότι ακόμα και εάν φύγετε πάλι θα γυρίσετε να το πάρετε την ώρα που του έχετε υποσχεθεί. Έτσι θα μάθει να σας εμπιστεύεται και να αφήνεται στην καινούρια κατάσταση.
*Μιλήστε μαζί του και εξηγήστε του ήρεμα και γλυκά τι είναι το σχολείο, τι το περιμένει, εκθέτοντας τις όμορφες και χαρούμενες εμπειρίες που θα κερδίσει. Απαντήστε του σε όποια απορία έχει, και εάν έχει ανάγκη πηγαίντε τον να δει και το σχολείο, για να εξοικειωθεί με την εικόνα και το περιβάλλον.
*Κάντε τον να αντέχει στις μικρές ματαιώσεις που θα υφίσταται. Όλη μας η ζωή περιλαμβάνει ματαιώσεις, οπότε είναι μια καλή αρχή να μπει λίγο-λίγο και προστατευμένα στον κόσμο της κοινωνικοποίησης. Όταν κλαίει, μην κλαίτε μαζί του. Αγκαλιάστε το αλλά δείξτε του με λόγια γλυκά και όχι επιθετικά ότι δεν του συμβαίνει και τίποτα τόσο τρομερό ώστε να κλαίει έτσι. Όταν είμαστε εμείς οι μεγάλοι αδύναμοι να χειριστούμε τέτοιες καταστάσεις, τα παιδιά μας γίνονται είτε πολύ αδύναμα είτε πολύ επιθετικά, ως αντιστάθμισμα της δικιάς μας αδυναμίας.
*Να είστε χαρούμενες όταν το ξυπνάτε για να το πάτε σχολείο, ώστε να του/της δείξετε με τη στάση σας ότι το περιμένει μια πολύ ωραία μέρα. Μιλήστε του/της για αυτά που θα κάνετε και εσείς κατά τη διάρκεια της μέρας, περιμένοντας να τελειώσει το σχολείο του. Το μεσημέρι να το υποδέχεστε με χαρά και μια ζεστή αγκαλιά. Το έχει τόση πολύ ανάγκη. Φροντίστε τον πρώτο καιρό, ακόμα και εάν εργάζεστε, να το παίρνετε εσείς από το σχολείο.
*Αν για κάποιο λόγο σας έχει στενοχωρέσει ή έχει κάνει μια σκανταλιά στο σπίτι ή στο σχολείο, που αξίζει εκτεταμένης συζήτησης, μην το κάνετε ποτέ αμέσως μετά το σχολείο. Αφήστε το για το απόγευμα.
*Κάντε και εσείς κάτι καινούριο, ανανεωτικό για τον εαυτό σας, που θα σας κάνει χαρούμενες, ώστε να το μεταδώσετε και στο παιδί σας. Και μην ξεχνάτε «μια μητέρα που κάνει καλό στο παιδί της είναι μια μητέρα που στέκεται δίπλα του, όχι μπροστά του».